- ἄστολος
- ἄστολος, ον, ([etym.] στέλλω)A ungirded,
χιτών S.Fr.872
.2 of Charon's boat, A.Th.857 (lyr.) (ἄστονος cod. M).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιτών S.Fr.872
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άστολος — ἄστολος, ον (Α) 1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός 2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)] … Dictionary of Greek
ἄστολος — ungirded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστολον — ἄστολος ungirded masc/fem acc sg ἄστολος ungirded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)